- κνημώ
- κνημῶ, -όω (Α)1. περικαλύπτω2. παθ. (κατά τον Ησύχ.) κνημοῡμαι, -όομαιφθείρομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί σύνδεση με το κνημός, η οποία παρουσιάζει όμως σοβαρά σημασιολογικά προβλήματα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.